- τετράστοιχος
- τετρά-στοιχος, ον,A in four rows, κριθαί ib.8.4.2.2 τ. σῶμα alloy of four metals, Olymp.Alch.p.96 B.II τετράστοιχον, τό, four classes of ζῷα, Procl.in Cra.p.22 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράστοιχος — η, ο / τετράστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις στοίχους ή τέσσερεις σειρές μσν. φρ. «τετράστοιχον σῶμα» κράμα από τέσσερα μέταλλα μσν. αρχ. αυτός αποτελείται από τέσσερα στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τετράστοιχον — τετράστοιχος in four rows masc/fem acc sg τετράστοιχος in four rows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστοίχου — τετράστοιχος in four rows masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστοίχῳ — τετράστοιχος in four rows masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράστοιχα — τετράστοιχος in four rows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράστοιχοι — τετράστοιχος in four rows masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραστοιχία — ἡ, Α [τετράστοιχος] διάταξη σε τέσσερεις στοίχους … Dictionary of Greek
τετραστοιχεί — Α επίρρ. σε τέσσερεις στοίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράστοιχος + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. παμψηφ εί)] … Dictionary of Greek
ՉՈՐԵՔՏԱՐՐԵԱՆ — ( ) NBH 2 0579 Chronological Sequence: 8c ա. τετράστοιχος quatuor elementorum. Որ ինչ անկ է չորից տարերաց եւ տառից. *Որպէս եւ ի նշանակաւ աստուածաբանութեանն՝ ըստ չորեքտարրեանս մաքրութեան մեզ ի ձեռն յոլովից ցուցանի. Դիոն. երկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)